Δεν
είναι όλες οι αλλοιώσεις, διογκώσεις ή σκληρύνσεις καρκινικές και
κακοήθεις, μολονότι όλες θα πρέπει να εξετάζονται άμεσα μετά τον
εντοπισμό τους. Υπολογίζεται πως το 90% των μαστικών όγκων σε γυναίκες
ηλικίας 20 – 50 ετών προκαλούνται από κάποια πάθηση καλοήθους φύσης
Κακοήθεις παθήσεις του μαστού
Διάγνωση
Ο εντοπισμός και η τελική διάγνωση του μορφώματος πολλές φορές ξεκινά με τη γνωστή εξέταση ψηλάφησης που μπορεί να την κάνει είτε η ίδια η γυναίκα, είτε ο γιατρός της. Φυσικά θα απαιτηθούν κλινικές εξετάσεις για να εξακριβωθεί η φύση του όγκου και η πιθανή σχέση του με την ανάπτυξη μαστικού καρκίνου. Ακολουθούν οι σημαντικότερες από αυτές:
1.Μαστογραφία: η μαστογραφία αποτυπώνει ακτινογραφικά την κατάσταση των μαστών και μπορεί να υποδείξει την ύπαρξη ενός όγκου , που συνήθως χαρακτηρίζεται από αιχμηρές απολήξεις – καρκινικές προεκτάσεις που επεκτείνονται σε άλλους ιστούς.
2.Υπερηχογράφημα: χρησιμοποιείται συνήθως σε συνδυασμό με τη μαστογραφία ως επιβεβαίωση κάποιους ύποπτου ευρήματος.
3.Μαγνητική τομογραφία: παράσχει τη δυνατότητα ακριβέστερης απεικόνισης της ύποπτης περιοχής.
4.Βιοψία: η λήψη δείγματος κυττάρων ή ιστού θα επισφραγίσει την όποια αρχική διάγνωση και θα συμβάλλει στον προσδιορισμό της φύσης και της επιθετικότητας του όγκου. Η βιοψία μπορεί να διενεργηθεί με τους εξής τρόπους:
Βασικό χαρακτηριστικό των διαγνωστικών εξετάσεων αποτελεί και η εξέταση για τους γνωστούς υποδοχείς ορμονών. Αν τα καρκινικά κύτταρα έχουν υποδοχείς οιστρογόνων και προγεστερονών τότε η καρκινική ανάπτυξη μπορεί είναι πιο ραγδαία και απαιτεί διαφορετικό χειρισμό.
Παράλληλα, εξετάζεται το αν τα καρκινικά κύτταρα υπερπαράγουν μια πρωτεΐνη γνωστή ως HER2 (human epidermal growth factor receptor 2). Αν ισχύει αυτό, τότε είναι πολύ πιθανό η επιφάνεια των κυττάρων να χαρακτηρίζεται από πολλούς ανάλογους υποδοχείς, γεγονός που μπορεί να πυροδοτεί μια πολύ γοργή ανάπτυξη στη νόσο και, συνεπώς, απαιτεί ιδιαίτερο χειρισμό.
Ζωτικός είναι, επίσης, ο καθορισμός των επονομαζόμενων χειρουργικών περιθωρίων. Όταν αφαιρείται ο όγκος από το σώμα της ασθενούς, ο γιατρός θέλει να είναι βέβαιος ότι δεν έχουν απομείνει άλλα καρκινικά κύτταρα στα τοιχώματα των γειτονικών ιστών. Για το λόγο αυτό συχνά αφαιρεί και στρώματα υγιούς ιστού όμορου του όγκου. Ο ιστός αυτός εξετάζεται στη συνέχεια για να διαπιστωθεί κατά πόσον έχει προσβληθεί από καρκινικά κύτταρα. Αν διαπιστωθεί πως έχει προσβληθεί, μπορεί να αποφασιστεί νέα χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση επιπλέον ιστού. Ας υπογραμμιστεί ότι η εξέταση αυτή διενεργείται μετά την αφαίρεση του όγκου, και όχι πριν από αυτή.
Στοιχεία αποδεικνύουν πως ο καρκίνος του μαστού μπορεί να προκύψει σε οποιαδήποτε ηλικία μετά την εφηβεία. Ωστόσο, τα ποσοστά εμφάνισής του αυξάνονται όσο ανεβαίνουμε τις ηλικιακές κλίμακες. Υπολογίζεται πως μία γυναίκα 70 χρονών μπορεί να αντιμετωπίζει ως και διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού από μία γυναίκα που έχει μόλις περάσει την εμμηνόπαυση.
Για γυναίκες
ηλικίας 15 – 39 ετών το ποσοστό εμφάνισης καρκίνου μαστού αγγίζει το
0,5%. Για γυναίκες από 40 – 59 ετών το ποσοστό ανεβαίνει στο 4%, ενώ τις
ηλικίες άνω των 60, το ποσοστό υπολογίζεται στο 7%. Ας σημειωθεί πως η
πλειονότητα των κρουσμάτων προκύπτει σε γυναίκες άνω των 50, και
περισσότερα από τα μισά αφορούν γυναίκες άνω των 60.
Παρ’ ότι η κληρονομικότητα φαίνεται να παίζει ρόλο σε ποσοστό μικρότερο του 10% επί των κρουσμάτων, έχει αποδειχτεί πως είναι ένας βασικός παράγοντας κινδύνου. Γυναίκες με εξ αίματος συγγενείς που έχουν νοσήσει αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στο μαστό.
Το ποσοστό κινδύνου εμφανίζεται αντιστρόφως ανάλογο με την ηλικία εμφάνισης της νόσου: όσο νεότερο ήταν το μέλος της οικογένειας όταν νόσησε, τόσο μεγαλύτερο το ποσοστό κινδύνου για τις υπόλοιπες γυναίκες της οικογένειας. Εξίσου σημαντικός φαίνεται πως είναι ο αριθμός των κρουσμάτων στην οικογένεια: όσο περισσότερα τα κρούσματα, τόσο μεγαλύτερος και ο κίνδυνος για τα υπόλοιπα μέλη.
Στοιχεία υποδηλώνουν πως γυναίκες με πρώιμη έναρξη της έμμηνου ρύσης (πριν από το 12ο έτος της ηλικίας τους) ή με καθυστερημένη εμμηνόπαυση (μετά τα 55)
αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στο μαστό. Επίσης, η
λήψη οιστρογόνων μετά την εμμηνόπαυση έχει συσχετιστεί με αυξημένα
ποσοστά εμφάνισης της νόσου, με τον κίνδυνο να είναι ανάλογος του
διαστήματος λήψης των οιστρογόνων. Ανάλογος συσχετισμός έχει προκύψει
και για γυναίκες που παρέμειναν άτεκνες, που δεν είχαν πλήρεις κυήσεις
(διάρκεια εννέα μηνών) ή που γέννησαν μετά τα τριανταπέντε τους χρόνια.
Σύμφωνα με το Αμερικανικό Ίδρυμα για την έρευνα
του Καρκίνου (AICR) ότι η συσσώρευση σωματικού λίπους σε ποσοστά άνω του
κανονικού ευθύνεται για το 17% των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού στις
Η.Π.Α. Άλλα στοιχεία καταδεικνύουν πως η αύξηση του βάρους μετά την
ηλικία των 20 ετών αυξάνει αναλογικά τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Όταν μάλιστα η αύξηση αγγίζει τα 16 κιλά, ο κίνδυνος αυξάνει σχεδόν κατά
68%. Ερευνητές έχουν παρατηρήσει ότι σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η
ηλικία στην οποία προσλαμβάνονται τα κιλά: όσο μεγαλύτερη ηλικία, τόσο
μεγαλύτερος ο κίνδυνος. Μια γυναίκα που προσλαμβάνει 10 ή και
περισσότερα επιπλέον κιλά μετά τα 30 της ή περισσότερα από 6 κιλά μετά
τα 40 της διατρέχει σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες εμφάνισης της νόσου από
μία γυναίκα που διατηρεί σταθερό το βάρος της. Ο κίνδυνος
τριπλασιάζεται εάν ο δείκτης μάζας σώματος βρίσκεται στα μέγιστα επίπεδά
του μετά την ηλικία των 50 ετών.
-Αλκοόλ
Ο τρόπος με τον οποίο το αλκοόλ αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης του καρκίνου του μαστού δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητός στους ερευνητές. Πιθανότατα σχετίζεται με τη λειτουργία των οιστρογόνων, αλλά η υπόθεση αυτή δεν έχει ακόμη στοιχειοθετηθεί.
-Κάπνισμα
Σύμφωνα
με στοιχεία πρόσφατων ερευνών η κατανάλωση ενός πακέτου τσιγάρων
ημερησίως, από γυναίκες προ της εμμηνόπαυσης και για εννέα περίπου
χρόνια, αυξάνει δραστικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού κατά
σχεδόν 60%. Για γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση το ποσοστό μειώνεται στο
50%, αλλά ούτως ή άλλως είναι αφυπνιστικά υψηλό. Η διακοπή του
καπνίσματος έχει αποδειχτεί πως είναι σε θέση να μειώσει το σχετικό
κίνδυνο
-Έκθεση του στήθους σε ακτινοβολία
Η ιονίζουσα ακτινοβολία έχει προσδιοριστεί ως παράγοντας αύξησης του κινδύνου εμφάνισης της νόσου
-Προηγούμενος καρκίνος της μήτρας ή των ωοθηκών
Στοιχεία
υποδηλώνουν πως γονιδιακές μεταλλάξεις που προκαλούν καρκίνο των
ωοθηκών και της μήτρας είναι σε θέση να προκαλέσουν κακοήθη νεοπλασία
και στο μαστό.
-Άτυπη υπερπλασία ή άλλη προ-κακοήθης κατάσταση
Μολονότι
δεν είναι όλες οι αλλοιώσεις ή όγκοι στο στήθος κακοήθεις και
καρκινικοί, ορισμένες προετοιμάζουν το έδαφος για την εμφάνιση παθογόνων
καρκινικών κυττάρων και καρκίνου στην ευρύτερη περιοχή του μαστού.
-Πολλαπλές βιοψίες του μαστού
-Λήψη αντισυλληπτικών δισκίων
Τα
περισσότερα αντισυλληπτικά χάπια περιέχουν οιστρογόνα, ο ρόλος των
οποίων στην εμφάνιση καρκίνου του μαστού έχει καταδειχτεί ποικιλοτρόπως.
Παρ’ όλα αυτά, οι μελέτες που αφορούν στη συσχέτιση καρκίνου του μαστού
και αντισυλληπτικών χαπιών δεν έχουν συμπεράνει κάποια ισχυρή
αλληλεπίδραση: φαίνεται πως η χρήση των εν λόγω χαπιών δεν αυξάνει τον
κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Εάν το μόρφωμα είναι επιφανειακό ή φαίνεται στον υπέρηχο τότε η βιοψία γίνεται με κόπτουσα βελόνα (core biopsy) υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση με τοπική αναισθησία .
Εάν το μόρφωμα ή οι μικροαποτιτανώσεις αποτελούν μία μικρή ομάδα 1-2 εκατοστά που φαίνεται μόνο στη μαστογραφία, τότε η βιοψία γίνεται με τοπική εκτομή και χειρουργική αφαίρεση μιας ευρύτερης περιοχής γύρω από το σημείο που έγινε η βιοψία για να εξασφαλιστούν καθαρά όρια, υπό τοπική αναισθησία ή καταστολή σε κλινική.
Προεγχειρητικά, υπο μαστογραφικό ή υπερηχογραφικό έλεγχο, από τον ακτινολόγο, τοποθετείται στην εντοπισμένη βλάβη ένας συρμάτινος οδηγός. Όταν η ασθενής μεταφέρεται στο χειρουργείο, ο χειρουργός, με οδηγό το σύρμα, αφαιρεί μόνο την περιοχή του μαστού που έχουν εντοπιστεί οι βλάβες